Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Στα Σκόπια μιλάνε Αγγλικά

Έκπληκτο το πρακτορείο ειδήσεων της ΠΓΔΜ ανακοίνωσε ότι οι τα γυμνασιόπαιδα της χώρας απέτυχαν παταγωδώς στο μάθημα των “Μακεδονικών” αλλά τα πήγαν εξαιρετικά στο μάθημα των Αγγλικών.

Αν με τον όρο “Μακεδονικά” εννοούν την αρχαία ελληνική διάλεκτο τότε δεν πρέπει να τους κάνει εντύπωση. Δεν έχουν καμία σχέση με την γλώσσα και τα αρχαία ελληνικά δεν είναι εύκολα. Όσο και να θέλουν να καπηλευτούν την γλώσσα των προγόνων μας δεν θα τα καταφέρουν.

Αν εννοούν τη σλαβική διάλεκτο που ονομάζουν “Μακεδονικά” – ναι, φυσικά και αυτό εννοούν – τότε και πάλι δεν είναι περίεργο γιατί υπάρχουν τόσες εθνότητες με τις δικές τους διαλέκτους στο κρατίδιο που θα περάσουν χρόνια πριν – και αν ποτέ – μάθουν να μιλούν την ίδια γλώσσα.

Η επιτυχία στα Αγγλικά δεν είναι περίεργη. Ξέρουν καλά την γλώσσα των μεγάλων δυνάμεων που τους δημιούργησαν και τους συντηρούν. Σίγουρα πολλοί ξέρουν και τα βασικά νεοελληνικά γιατί και εμείς μέσα στην ανοησία μας τους συντηρούμε.

Πηγή

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Για βενζίνη στη Βουλγαρία, για τσιγάρα και ποτά στα Σκόπια

Εκτός των συνόρων, στη γειτονική Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ, μεταβαίνουν καθημερινά εκατοντάδες Ελληνες για να προμηθευτούν σε χαμηλότερες τιμές βενζίνη, τσιγάρα, αλκοολούχα ποτά και πλήθος άλλων προϊόντων.

Οι διαδοχικές αυξήσεις στους ειδικούς φόρους αλλά και στο ΦΠΑ στην Ελλάδα άνοιξαν την ψαλίδα τιμών στα συγκεκριμένα προϊόντα, με αποτέλεσμα καταναλωτές αλλά και πολλοί επαγγελματίες από παραμεθόριους νομούς (Κιλκίς, Σέρρες, Δράμα, Εβρο κ.ά.) να έχουν στραφεί στις αγορές της Βουλγαρίας και των Σκοπίων, όχι μόνο για να προμηθευτούν βενζίνη και είδη σούπερ μάρκετ, αλλά ακόμη και για να αγοράσουν τσιγάρα και ποτά.

Η διαφορά στην απλή αμόλυβδη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρία φθάνει τα 40 λεπτά το λίτρο, δηλαδή έως και 20 ευρώ για το φουλάρισμα του ρεζερβουάρ. Στα τσιγάρα, οι τιμές για τις ίδιες μάρκες στα Σκόπια είναι κατά 50% χαμηλότερες με την κούτα να κοστίζει 16 ευρώ, έναντι 38 στη χώρα μας. Στα αλκοολούχα ποτά οι διαφορές είναι μικρότερες και δεν ξεπερνούν τα 5-6 ευρώ το μπουκάλι, είναι όμως αρκετές για να οδηγήσουν ακόμη και επαγγελματίες στην άλλη πλευρά των συνόρων, για να αγοράσουν ουίσκι, βότκα κ.λπ.

Οι απώλειες για το ελληνικό κράτος είναι τεράστιες, καθώς, σύμφωνα με τους βενζινοπώλες, μόνο σε τρία πρατήρια στο Σβίλεγκραντ, 5 χλμ. από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο σχηματίζονταν ουρές αυτοκινήτων από την Ελλάδα και διατέθηκαν 150.000 λίτρα αμόλυβδης, με απώλειες για τα ταμεία του ελληνικού κράτους που ξεπερνούν τα 150.000 ευρώ.
«Η κίνηση στα πρατήρια του Εβρου έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 60% και για όσα βρίσκονται κοντά στα σύνορα ξεπερνάει το 80%, αφού έμειναν μόνον όσοι παίρνουν με βερεσέ. Το να γεμίσει κάποιος το ρεζερβουάρ του δεν μπορεί να το απαγορεύσει κανείς, όμως δε γίνεται να γεμίζουν και να μεταφέρουν μπιτόνια με βενζίνη», σημείωσε η Βασιλική Καλαϊτζή, πρόεδρος της Ενωσης Βενζινοπολών Εβρου.

«Ελπίζουμε να γίνουν πιο αυστηροί οι έλεγχοι, όπως μας διαβεβαίωσε ο γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών για τη μεταφορά μπιτονιών με βενζίνη. Στα δικά μας πρατήρια η κίνηση έχει μειωθεί από 30% έως 40% και πλέον οι οδηγοί βάζουν βενζίνη κάθε 1η και 15 του μήνα, δηλαδή όταν πληρώνονται. Τις άλλες μέρες βάζουν 5-10 ευρώ για να περάσουν», συμπλήρωσε ο Ιωάννης Μαγλουσίδης, αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας και πρόεδρος των Πρατηριούχων Κιλκίς.

Ποτά μόνο για το σπίτι

Η αύξηση της τιμής των ποτών, μέσα σε έξι μήνες κατά 50% (από 12,5 στα 18,5 ευρώ τα απλά ουίσκι) έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί η κίνηση στις κάβες και τα άλλα σημεία πώλησης τουλάχιστον κατά 60%.

«Πλέον ο κόσμος δεν αγοράζει ούτε εμφιαλωμένα νερά. Τα αλκοολούχα έφτασαν να πωλούνται πάνω από 18 ευρώ, η μπίρα 1 ευρώ, ενώ ακόμη και τα εμφιαλωμένα ούζα και τσίπουρα έχουν σημαντική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα να ενισχύονται τα χύμα που κυκλοφορούν σε ανεξέλεγκτες ποσότητες, με συνέπεια τεράστιες απώλειες εσόδων για το κράτος. Στη χονδρική έχουν μειωθεί οι πωλήσεις σε μπαρ, ταβέρνες κ.λπ., ενώ παρουσιάζει αύξηση η κίνηση σε σούπερ μάρκετ, ψιλικατζίδικα κ.λπ. αφού ο κόσμος έχει στραφεί στη διασκέδαση στο σπίτι. Εκτός από τη μείωση του τζίρου κατά 60%, αντιμετωπίζουμε και τη φορολόγηση επί του τζίρου, δηλαδή πληρώνουμε φόρο στο φόρο. Ζητάμε να διαχωριστεί ο φόρος από τα φορολογικά έσοδα», δήλωσε ο Σταύρος Μακρίδης, πρόεδρος της Ενωσης Διακινητών Εμπόρων Οίνων και Ποτών Θεσσαλονίκης.

«Το Γενάρη οι τιμές στα ποτά αυξήθηκαν κατά 20%, το ίδιο και το Μάρτιο και το Μάιο αυξήθηκαν κατά 30%. Συνολικά, 70% αύξηση σε τρεις μήνες, χώρια οι αυξήσεις του ΦΠΑ», τονίζει ο Στέλιος Προκοπίου, εργαζόμενος σε κάβα στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον κ. Προκοπίου, «ένα μπουκάλι ουίσκι που κόστιζε 11 ευρώ, τώρα κοστίζει 18 ευρώ». Στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και η βότκα, με την τιμή του μπουκαλιού, από τα 10 ευρώ που κόστιζε προ αυξήσεων, σήμερα να κοστίζει 17 ευρώ. «Οι αυξήσεις είναι πιο αισθητές σ' αυτά που λέμε “βαριά ποτά”, όπως ουίσκι, βότκα, τεκίλα. Εμείς πλέον πουλάμε το ουίσκι και τη βότκα κοντά στα 20 ευρώ», αναφέρει η Αναστασία Χατζημελετίου, εργαζόμενη σε κάβα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Το χύμα κερδίζει το εμφιαλωμένο

Την ίδια τύχη έχουν και τα εγχώρια ποτά, τα αποστάγματα, όπως το ούζο και το τσίπουρο. «Το μπουκάλι το ούζο κάνει πλέον 7,70 ευρώ από 6,80 που ήταν παλιά», υπογραμμίζει ο Γρηγόρης Σιρακιάν, ιδιοκτήτης κάβας. Σε λογικά επίπεδα φαίνεται πως παρέμειναν τα κρασιά, αλλά, όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Ευαγγελόπουλος, ιδιοκτήτης κάβας, «ενώ με τις πρώτες αυξήσεις έγινε μια στροφή του κόσμου στα κρασιά, μετά πάλι έπεσαν». Οσον αφορά στις μπίρες, στις ελληνικές η τιμή ανά μπουκάλι αυξήθηκε κατά 0,20 λεπτά και στις εισαγόμενες κατά 0,40 – 0,60 λεπτά, με αποτέλεσμα μία εισαγόμενη μπίρα τύπου Weiss, για παράδειγμα, να κοστίζει πλέον 2,20 ευρώ έναντι του 1,60 που κόστιζε πριν από τις αυξήσεις.

«Ο κόσμος έχει πλέον περίεργα γούστα. Πολλοί μου ζητάνε χύμα αλκοόλ, πράγμα το οποίο δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε υγιεινό», τονίζει ο κ. Ευαγγελόπουλος και συνεχίζει λέγοντας «ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ποιότητα. Θέλει μόνο ποσότητα σε πολύ χαμηλή τιμή, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να έχουν μειωθεί από 40% ώς 70%».

Πηγή